ἀτεκνίᾳ

ἀτεκνίᾳ
ἀτεκνίαι , ἀτεκνία
childlessness
fem nom/voc pl
ἀτεκνίᾱͅ , ἀτεκνία
childlessness
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀτεκνία — ἀτεκνίᾱ , ἀτεκνία childlessness fem nom/voc/acc dual ἀτεκνίᾱ , ἀτεκνία childlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατεκνία — η (AM ἀτεκνία) [άτεκνος] το να μην έχει ή να μη μπορεί να αποκτήσει κάποιος παιδιά …   Dictionary of Greek

  • ατεκνία — η το να μην έχει κάποιος παιδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτεκνίας — ἀτεκνίᾱς , ἀτεκνία childlessness fem acc pl ἀτεκνίᾱς , ἀτεκνία childlessness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτεκνίαν — ἀτεκνίᾱν , ἀτεκνία childlessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • άτεκνος — η, ο (AM ἄτεκνος, ον) [τέκνον] αυτός που δεν έχει αποκτήσει παιδιά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το άτεκνο 1. στειρωτικό βότανο 2. στειρωτικό φάρμακο αρχ. 1. ανίκανος να τεκνοποιήσει, στείρος 2. ενεργ. αυτός που προκαλεί ατεκνία ή ακαρπία …   Dictionary of Greek

  • ακαρπία — και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) [ἄκαρπος] έλλειψη καρπών, αφορία αρχ. έλλειψη παιδιών, ατεκνία …   Dictionary of Greek

  • ακληρία — η (Α ἀκληρία) και ακληριά [ἄκληρος] νεοελλ. 1. η ατεκνία 2. η φτώχεια, η δυστυχία μσν. αποστέρηση εδαφών που ανήκουν σε κάποιον με κληρονομικό δικαίωμα αρχ. η ατυχία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”